κατάνευση

κατάνευση
η (AM κατάνευσις) [κατανεύω]
η συγκατάθεση που δίνεται με νεύμα, η συναίνεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατανεύσῃ — κατανεύσηι , κατάνευσις assent fem dat sg (epic) κατανέω heap pres part act fem dat sg (epic ionic) κατανέω heap pres part act fem dat sg (epic ionic) κατανεύω nod assent aor subj mid 2nd sg κατανεύω nod assent aor subj act 3rd sg κατανεύω nod… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάνευση — (I) η (Α ἀνάνευσις) [ἀνανεύω] νεύμα, κίνηση τού κεφαλιού, των ματιών ή τών φρυδιών προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, άρνηση (αντίθ. τού κατάνευση) …   Dictionary of Greek

  • κατανεύσιμος — κατανεύσιμος, ον [κατάνευσις] αυτός που μπορεί να γίνει με κατάνευση …   Dictionary of Greek

  • κατανεύω — (AM κατανεύω) κινώ το κεφάλι προς τα κάτω σε ένδειξη συμφωνίας, συναινώ, συγκατατίθεμαι («κάρτα δὴ ἀέκων κατανεύει», Ηρόδ.) μσν. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω μσν. αρχ. 1. έχω κλίση προς τα κάτω («ἐπειδὰν κατανεύση τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.) 2. υπόσχομαι …   Dictionary of Greek

  • ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”